-
1 αφανιζω
1) делать невидимым, закрывать, застилать, затмевать(ἥλιον νεφέλη ἠφάνισε Xen.; ἥ σελήνη ἠφανίσθη Plut.)
2) скрывать, убирать, прятать(τινά и τι Her., Thuc., Xen.)
; pass. угасать(τὸ πῦρ ἠφανίσθη Plut.)
; иссякать(ποταμοὴ ἀφανίζονται Arst.)
; исчезатьἀφανισθῆναι ἐξ ἀνθρώπων Her., Lys., Isocr. — умереть, не быть в живых;
ὑπὲρ τοὺς τῆς ζώρας ὅρους ἀφανισθῆναι Plat. — быть удаленным за пределы страны;κατακαυθεὴς ἠφανίσθη Her. — он сгорел бесследно3) уничтожать, разрушать(ἱερά Dem.; τὰς Ἀθήνας Xen.)
4) истреблять(ἐλαίαν Lys.; τὸ γένος Plat.)
5) смывать, сглаживать(ἀφανίζει ἥ δρόσος τὰ ἴχνη Xen.)
6) заглаживать(ἀγαθῷ κακόν Thuc.)
7) уводить, уносить, похищать(τινὰ πόλεος Eur.; μέ ἐᾶσαι ἀφανισθῆναι παῖδας καὴ γυναῖκας Xen.)
8) обращать в наличные деньги, т.е. расточать(οὐσίαν Aeschin., Dem.)
9) умалять, помрачать(τὰς πατρικὰς ἀρετάς Thuc.; ἀνδρὸς ἐνδόξου τιμάς Plut.)
-
2 προ-καλύπτω
προ-καλύπτω, vorhängen, davorhalten, um Etwas zu bedecken, zu beschützen, sich zu verhüllen, πέπλων προὐκάλυπτεν ὑφαῖς, Eur. I. T. 312, Phoen. 1493; πρὸ τῆς ψυχῆς τῆς αὑτῶν ὀφϑαλμους καὶ ὦτα καὶ ὅλον τὸ σῶμα προκεκαλυμμένοι, Plat. Gorg. 523 d; ἥλιον νεφέλη προκαλύψασα ήφάνισε, Xen. An. 3, 4, 8, Sp. – Med. sich umhüllen, bes. zum Deckmantel nehmen, πρόσχημα ποιεῖσϑαι καὶ προκαλύπτεσϑαι τὴν ποίησιν, Plat. Prot. 316 d; δόξαν μετριότητος, sich hinter der Miene der Mäßigung verstecken, Chion. epist. 15.
См. также в других словарях:
προκαλύπτω — ΝΑ [καλύπτω] κρεμώ κάτι μπροστά από κάτι άλλο ως κάλυμμα νεοελλ. 1. προφυλάγω κάτι αποκρύβοντάς το 2. στρ. προφυλάσσω, υπερασπίζω κάτι με προκάλυψη αρχ. 1. μέσ. προκαλύπτομαι α) βάζω επάνω μου κάτι ως κάλυμμα («πέπλων... προυκαλύπτετ εὐπήνους… … Dictionary of Greek